Pistacia lentiscus L.,1753
Anacardiaceae
Αειθαλής θάμνος πολύ κοινός σε όλη τη Μεσόγειο. Συχνά αναπτύσσεται σα δέντρο και μπορεί να φτάσει ώς 8 μέτρα ύψος (δεντρόσκινος). Στην οικογένεια των Ανακαρδιοειδών (Anacardiaceae) το γένος Pistacia περιλαμβάνει περίπου 15 είδη, μεταξύ των οποίων τα Pistacia vera (Φιστικιά) και Pistacia terebinthus (Τριμιθιά).
Οι μικροί σφαιρικοί καρποί του, αρχικά ζωηρού κόκκινου χρώματος, σε πλήρη ωριμότητα γίνονται μαύροι, είναι βρώσιμοι, έχουν έντονο πιπεράτο άρωμα και χρησιμοποιούνται αποξηραμένοι σαν μπαχαρικό. Από τις ευλύγιστες σχινόβεργες φτιάχνονταν ραβδιά, δεματικά καθώς και διάφορα σκεύη και καλάθια για τρόφιμα.
Από τους καρπούς και τα φύλλα παράγεται λάδι πλούσιο σε ακόρεστα λιπαρά οξέα (Ben Daoued et al., 2016;) και αιθέρια έλαια που χρησιμοποιούνται από την αρχαιότητα για θεραπευτικούς σκοπούς, πράγμα που επιβεβαιώνει σύγχρονη έρευνα. S. Landau, et al. Traditional Uses of Pistacia lentiscus in Veterinary and Human Medicine. Medicinal and Aromatic Plants of the World, 2014
Διοσκουρίδης « Περί ύλης Ιατρικής » 1.70
περὶ σχίνου· σχῖνος δένδρον γνώριμον, στυπτικὸν ὅλον· καὶ γὰρ ὁ καρπὸς αὐτῆς καὶ τὸ φύλλον καὶ ὁ φλοιὸς τῶν κλάδων καὶ τῆς ῥίζης ἰσοδυναμεῖ. γίνεται δὲ
καὶ χύλισμα ἐκ τοῦ φλοιοῦ καὶ τῆς ῥίζης καὶ τῶν φύλλων ἑψημένων [1] σὺν ὕδατι ἐφ᾽
ἱκανόν, εἶτα μετὰ τὸ ἑψηθῆναι [2] τῶν φύλλων ῥιπτομένων, τοῦ ὕδατος δὲ πάλιν ἑψομέ-
νου μέχρι [3] μελιτώδους συστάσεως. ποιεῖ δὲ στῦφον πρὸς αἵματος ἀναγωγὰς καὶ ῥύσεις
κοιλίας καὶ δυσεντερίας πινόμενον, καὶ πρὸς τὰς ἐκ μήτρας αἱμορραγίας καὶ προπτώσεις
ὑστέρας καὶ δακτυλίου, καὶ καθόλου ἀντὶ ἀκακίας καὶ ὑποκιστίδος ἔνεστιν αὐτῷ
χρῆσθαι· καὶ ὁ χυλὸς δὲ τῶν φύλλων ἐκθλιβέντων τὰ αὐτὰ ποιεῖ. {2} καὶ τὸ ἀφέψημα δὲ
αὐτῶν καταντλούμενον τὰ ἀσυμπλήρωτα πληροῖ καὶ τὰ ἀπώρωτα πωροῖ ὀστέα
καὶ τὰς ἐκ μήτρας ῥύσεις στέλλει καὶ τῶν νομῶν ἀποτρεπτικὸν καὶ οὐρητικόν ἐστιν· ἵ-
στησι δὲ καὶ σειομένους ὀδόντας διακλυζόμενον. τὰ δὲ ξυλάρια χλωρὰ ἀντὶ καλαμίδων
παρατριβόμενα τοῖς ὀδοῦσι σμήχει τούτους. γίνεται δὲ καὶ ἐκ τοῦ καρποῦ αὐτοῦ ἔλαιον στυπτικόν, ἁρμόζον πρὸς τὰ στύψεως δεόμενα.
περὶ σχινελαίου·
τὸ δὲ σχίνινον ὁμοίως ἐκ τοῦ καρποῦ <τῆς σχίνου> πεπείρου σκευασθέν <ἢ> ὡς τὸ δάφνινον προστυφθὲν ὑγιάζει ψώρας κτηνῶν καὶ κυνῶν, καὶ εἰς πεσσοὺς καὶ εἰς ἄκοπα καὶ λεπρικὰ ἐπι-
τηδείως μίγνυται· στέλλει δὲ καὶ ἱδρῶτας. καὶ τὸ τερεβίνθινον δὲ ὁμοίως σκευά-
ζεται· ψύχει δὲ καὶ στύφει.
Ο πρωτοπόρος Έλληνας βοτανικός Θ. Ορφανίδης το 1872, γράφει σε επιστολή του προς υπουργούς της τότε κυβέρνησης : « Όταν το 1856 είπα κι έγραψα ότι είναι δυνατόν και οι αυτοφυείς σχίνοι στην Ελλάδα να παράγουν την χιώτικη μαστίχα, λίγοι με πίστεψαν τότε, γιατί οι απηρχαιωμένες προλήψεις πάντοτε εμπόδιζαν τον άνθρωπο να βρει την αλήθεια και να διακρίνει το ορθό από το εσφαλμένο. Μία πρόληψη που επινοήθηκε κατ' ανάγκη, πρίν πολλά χρόνια από τους αφοσιωμένους στο εμπόριο πανέξυπνους Χιώτες, για να μην αναγκάζονται αυτοί και τα παιδιά τους, ως αιώνιοι δούλοι της Βαλιδέ, να συλλέγουν την μαστίχα αντί για τον πλούτο που τους δίνει το επιχειρηματικό τους πνεύμα, ρίζωσε σε τέτοιο βαθμό ώστε και τώρα να πιστεύουν πολλοί ότι μόνο η γη των Μαστιχοχωρίων της Χίου, επειδή περιέχει αποκλειστικά δικά της στοιχεία, παράγει την ευωδιαστή μαστίχα. Αλλά η επιστήμη βλέπει με άλλα μάτια τα πράγματα και δια του Διοσκουρίδη, του Τουρνεφόρ και εμού, σαλπίζει ότι η μαστίχα παράγεται και αλλού από τους κοινούς σχίνους, που δεν έχουν καμιά διαφορά από τους σχίνους που καλλιεργούνται στην Χίο...»(Ολόκληρη η επιστολή) εδώ :
https://www.hbs.gr/sites/default/files/newsletter/ebe-newsletter-04-2018b.pdf
Στα Κύθηρα ο σχίνος κυριαρχεί στο τοπίο σε όλη την έκταση του νησιού. Ισως θα ήταν χρήσιμο να εξετασθεί από νέους αγρότες η δυνατότητα αξιοποίησης του.
Το όνομα του γένους pistacia προέρχεται από την αρχαία ελληνική λέξη πιστάκιον = φιστίκι με πιθανή προέλευση το περσικό «pistak».Το χαρακτηρικό επίθετο του είδους lentiscus πιθανόν προέρχεται από το λατινικό επίθετο lentus=ευλύγιστος.