Αναγνώστες

Πέμπτη 27 Δεκεμβρίου 2012

Μυκήνη του Σέινς


Mycena seynesii Quélet 1877

Syn. Mycena seynii


Tricholomataceae

Κύθηρα, Δεκέμβριος 2012. Φωτογραφίες, κείμενο Σταυρούλα Φατσέα

Αφιερωμένο σε όλους τους αγαπητούς αναγνώστες και φίλους της φύσης,  με την ευχή  το 2013 να γίνουμε ακόμα  περισσότεροι. 

Καλή Πρωτοχρονιά!



Η μυκήνη του Σέινς αναπτύσσεται συνήθως πάνω σε κουκουνάρια χαλεπείου, θαλάσσιας και τραχείας πεύκης και κουκουναριάς κυρίως σε παραθαλάσσια οικοσυστήματα της Ευρώπης.
Θεωρείται αρκετά συνηθισμένο σε όλο τον ελλαδικό χώρο από τη Μακεδονία ώς την Κύπρο. ( Κωνσταντινίδης, 2009) Το καρπόσωμα έχει αρχικά απαλό ροζ μώβ χρώμα, ενώ όσο το μανιτάρι ωριμάζει το χρώμα του γίνεται ανοικτό καφετί.
Το γένος mycena περιλαμβάνει πάνω από 500 είδη σύμφωνα με τις τελευταίες μελέτες. Η αναγνώριση και ταυτοποίηση τους είναι αρκετά δύσκολη και αρκετά ξεχωριστά είδη ταξινομούνται ως τέτοια, μόνον μετά από μικροσκοπική εξέταση.

Το όνομα του γένους προέρχεται από το αρχαίο ελληνικό μύκης= μανιτάρι.Το όνομα του είδους δόθηκε προς τιμήν του Γάλλου γιατρού, μυκητολόγου και βοτανολόγου Jules de Seynes (1833-1912) που υπήρξε ιδρυτής και πρόεδρος της Βοτανικής Εταιρείας της Γαλλίας και έγραψε πολυάριθμα έργα σχετικά με τα μανιτάρια και τα παρασιτικά φυτά.

Σάββατο 20 Οκτωβρίου 2012

Σκουτελάρια των βράχων, η κυθέρεια


Scutellaria rupestris Boiss.&Heldr. ssp. cytherea (Rech.fil) Greuter&Burdet


Lamiaceae/Labiatae


Κύθηρα, Άνοιξη 2011. Φωτογραφίες, κείμενα:Σταυρούλα Φατσέα
Μικρό χαμαίφυτο με όρθιους βλαστούς ως 20εκ ύψος. Τα ασημοπράσινα χνουδωτά φύλλα είναι μεγαλύτερα στη βάση του φυτού. Η ανθοφορία κατά μήκος των βλαστών είναι πυκνή και εντυπωσιακή. Τα λευκά πέταλα σχηματίζουν σωλήνα που καταλήγει σε δύο χείλη. Το επάνω ροζ και το κάτω λευκό χωρίς ραβδώσεις ή άλλα σημάδια. Ο κάλυκας έχει χαρακτηριστικό σχήμα ρηχής λεκάνης που ενέπνευσε το όνομα του γένους, από τη λατινική λέξη scutella = μικρή λεκάνη.  Η λέξη σκουτέλα χρησιμοποιείται στην κυθηραϊκή διάλεκτο με την ίδια ακριβώς έννοια.

Το σπάνιο αυτό είδος θεωρήθηκε αρχικά στενότοπο ενδημικό των Κυθήρων, αλλά υπάρχουν αναφορές ότι ενδημεί και στη Πελοπόννησο (Tan et al. 2006, Λ. Κουτσοθεοδωρής, 2008)

Στους διεθνείς καταλόγους το είδος εμφανίζεται ως σπάνιο ή τρωτό. Κρίνοντας όμως από τα ελάχιστα φυτά έχουν απομείνει μετά τις πυρκαγιές και την παράνομη βόσκηση, ιδιαίτερα στα δυτικά, όπου υπήρχαν εύρωστοι πληθυσμοί, θα έλεγα ότι θα έπρεπε να καταταχθεί σε ανώτερη κατηγορία κινδύνου. 

 Δυστυχώς όπως και για άλλα σπάνια και απειλούμενα είδη στο νησί, δεν έχει ληφθεί κανένα μέτρο προστασίας.

Τρίτη 16 Οκτωβρίου 2012

Το Πολύγαλα της Ελένης: Σπάνιο και Απειλούμενο


Polygala helenae Greuter


Polygalaceae



 Κύθηρα,Άνοιξη 2012. Φωτογραφίες, κείμενο: Σταυρούλα Φατσέα 
 Το γένος polygala περιλαμβάνει πάνω από 500 είδη πολλά από τα οποία είναι εξαιρετικά εντυπωσιακά και καλλιεργούνται σαν καλλωπιστικά. Ο Λινναίος ονόμασε το γένος από τις ελληνικές λέξεις πολύ και γάλα ίσως επηρεαζόμενος από την αρχαία πεποίθηση ότι τα ζώα που τρέφονταν με ανάλογα φυτά έβγαζαν περισσότερο γάλα.



Το περίφημο Polygala helenae, το Πολύγαλα της Ελένης, από τους πιο μικρούς εκπροσώπους του γένους, είναι στενότοπο ενδημικό των Κυθήρων. Περιγράφηκε από τον σπουδαίο βοτανολόγο Greuter κατά την δεκαετία του 1960. Είναι ένα από τα 50 πιο σπάνια, απειλούμενα είδη της Μεσογείου.


Εχει χαρακτηριστεί CR ( κρίσιμα κινδυνεύον) σύμφωνα με τα κριτήρια του Κόκκινου καταλόγου της IUCN διότι ο βιότοπός του, εξ όσων γνωρίζουμε, περιορίζεται σε δύο μόνον μικρές περιοχές των Κυθήρων οι οποίες μάλιστα δέχονται ισχυρές πιέσεις λόγω πυρκαγιών και τουριστικής ανάπτυξης. Δυστυχώς το φυτό δεν περιλαμβάνεται στους διεθνείς ή εθνικούς καταλόγους προστασίας που σημαίνει ότι έχει αφεθεί στη μοίρα του. (Γ. Ιατρού, Πανεπιστήμιο Πατρών)



Το 1753 ο Λινναίος ονόμασε το γένος από τις ελληνικές λέξεις πολύ και γάλα ίσως επηρεαζόμενος από την αρχαία πεποίθηση ότι τα ζώα που τρέφονταν με ανάλογα φυτά έβγαζαν περισσότερο γάλα.




Κάποια είδη χρησιμοποιούνται στην παραδοσιακή ανατολική θεραπευτική σαν ισχυρό δυναμωτικό ίσης αξίας με το τζινσενγκ. Η ρίζα του φυτού θεωρείται ότι ενδυναμώνει τη θέληση και την ορμή του ανθρώπου να πραγματώσει υψηλούς στόχους, βοηθώντας την καταπολέμηση παλαιών συνηθειών και αγκυλώσεων.   

Σάββατο 13 Οκτωβρίου 2012

Άλλιο το καλλίμισχο


Allium callimischon Link


Amaryllidaceae/Alliaceae

Κύθηρα, Φθινόπωρο 2011. Φωτογραφίες, κείμενο: Σταυρούλα Φατσέα

Το πανέμορφο αυτό άλλιο μπουμπουκιάζει την άνοιξη. Τα λεπτεπίλεπτα άνθη παραμένουν κρυμμένα σε μικρά μπουμπούκια κατά τη διάρκεια του καυτού καλοκαιριού πάνω στους λεπτούς μίσχους που καλύπτονται από ξερό περίβλημα. Το φθινόπωρο με τα πρωτοβρόχια ανθίζουν σα θαύμα. Το είδος ενδημεί στη νότια και δυτική Ελλάδα.



Τετάρτη 10 Οκτωβρίου 2012

Άδωνις ο κρητικός


Adonis cretica (Huth, 1890) Runemark 2002

Syn. Adonis microcarpa DC var.cretica Huth
Syn. Adonis aestivalis L. ssp cretica (Huth) Steinb.



Ranunculaceae



Κύθηρα, Άνοιξη 2011.
Φωτογραφία,κείμενο:Σταυρούλα Φατσέα


Σπάνιο μονοετές φυτό, ενδημικό της Κρήτης, εξ ου και το όνομα του υποείδους. Ανθίζει από τον Φεβρουάριο ως τον Απρίλιο. Το κύριο χρώμα των πετάλων είναι συχνά κίτρινο ενώ στο είδος microcarpa που είναι αρκετά εξαπλωμένο σε όλη τη Μεσόγειο, συχνότερα κόκκινο. Το είδος το βρήκα σε πολύ μικρούς αριθμούς σε δύο διαφορετικές τοποθεσίες στα Κύθηρα. (Πρώτη αναφορά για το νησί)


Το όνομα του φυτού

Ο Άδωνις ήταν καρπός του ανίερου έρωτα της Μύρρας για τον πατέρα της, βασιλιά Κινύρα της Πάφου. Η Μύρρα μεταμορφώθηκε σε δέντρο σαν τιμωρία για το αμάρτημά της και  από τον κορμό του δέντρου μύρρα ή σμύρνα γεννήθηκε το βρέφος 'Αδωνις. Η Αφροδίτη τον τοποθέτησε μυστικά σε ξύλινη λάρνακα και τον παρέδωσε στην Περσεφόνη για να τον αναθρέψει στον Άδη. Καθώς ο Άδωνις μεγάλωνε η ομορφιά του ήταν τόσο μεγάλη που η Περσεφόνη τον ερωτεύτηκε, αρνήθηκε να τον δώσει στην Αφροδίτη και θέλησε να τον κρατήσει για πάντα στο σκοτεινό της κόσμο. Η Αφροδίτη ζήτησε την διαιτησία του Δία, ο οποίος αποφάσισε ότι ο 'Αδωνις θα ζούσε τέσσερεις μήνες με την Περσεφόνη στον Κάτω Κόσμο, τέσσερεις μήνες με την Αφροδίτη και θα μπορούσε να διαθέσει το υπόλοιπο διάστημα του χρόνου όπως ήθελε. Ο 'Αδωνις διάλεξε να διαθέσει τον επιπλέον χρόνο του με την Αφροδίτη καθώς ο έρωτας τους ήταν αμοιβαίος. Η Αφροδίτη του αφοσιώθηκε με τόσο πάθος που ο Άρης τυφλός από ζήλια έστειλε άγριο κάπρο και τον σκότωσε μπροστά στα μάτια της. Από τα δάκρυα της απαρηγόρητης Αφροδίτης φύτρωσαν τριαντάφυλλα ενώ οι σταγόνες αίματος του αδικοχαμένου μεταμορφώθηκαν στο πανέμορφο λουλούδι. (Οβίδιος Μεταμορφώσεις)
Ο Άδωνις ή Tammuz στα φοινικικά (Adon = κύριε και θεέ, προσφώνηση του υπέρτατου θεού στα σημιτικά) συμβολίζει το θάνατο και την αναγέννηση. 
 Οι Αρχαίοι Ελληνες γιόρταζαν τα Αδώνια προς τιμή του Άδωνη και της Αφροδίτης κατά την εαρινή ισημερία. Ξύλινα ομοιώματα του θεού στολίζονταν με άνθη αποκλειστικά από θρηνούσες γυναίκες οι οποίες ευλαβικά επιτελούσαν όλα τα ταφικά τελετουργικά.
Στη συνέχεια γινόταν περιφορά του νεκρού θεού στους δρόμους συνοδεία θρηνητικών ασμάτων και ενός ιδιαίτερου αυλού που αποκαλείτο γίγγρας. Οι γυναίκες εννέα μέρες πριν τη γιορτή φύτευαν μάραθο, σιτάρι, μαρούλι και άλλα φυτά που βλασταίνουν γρήγορα αλλά και μαραίνονται επίσης γρήγορα σε κεραμικά αγγεία που ονομάζονταν “κήποι Αδώνιδος” και τα οποία μετά την περιφορά έριχναν μαζί με τα ξύλινα ομοιώματα είτε στη θάλασσα είτε σε ποταμό είτε σε πηγή κοντά στο τόπο τους. Αυτή η πρώτη μέρα ονομαζόταν “Aφανισμός”. Την επομένη γιόρταζαν με χορούς και γέλια σε πλούσια τραπέζια, την “Εύρεση”, δηλαδή την ανάσταση, την αναγέννηση του θεού. Μια θαυμάσια περιγραφή της γιορτής στα Eιδύλλια του Θεόκριτου σε μετάφραση Ι. Πολέμη:

“Δέσποιν᾽, ἃ Γολγώς τε καὶ Ἰδάλιον ἐφίλασας, αἰπεινόν τ᾽ Ἔρυκα, χρυσῷ παίζοισ᾽ Ἀφροδίτα,
οἷόν τοι τὸν Ἄδωνιν ἀπ᾽ ἀενάω Ἀχέροντος μηνὶ δυωδεκάτῳ μαλακαίποδες ἄγαγον Ὧραι.
Βάρδισται Μακάρων, Ὧραι φίλαι, ἀλλὰ ποθειναὶ ἔρχονται πάντεσσι βροτοῖς αἰεί τι φέροισαι.

Κυρά, που στους Γολγούς ποθείς και στο Ιδάλιον όρος και στον ψηλό τον Έρυκα να παίζης, Αφροδίτη·
πάντοτ' αλαφροπάτητες, σου φέρνουν κάθε χρόνο, μέσ' από τον Αχέροντα, τον Άδωνι σου οι Ώρες·
αυτές οι πιο αργοκίνητες από τους αθανάτους, που φέρνουν σ' όλους τους θνητούς κάτι καλό όταν έρθουν.

Κύπρι Διωναία, τὺ μὲν ἀθανάταν ἀπὸ θνατᾶς, ἀνθρώπων ὡς μῦθος, ἐποίησας Βερενίκαν,
ἀμβροσίαν ἐς στῆθος ἀποστάξασα γυναικός· τὶν δὲ χαριζομένα, πολυώνυμε καὶ πολύναε,
ἁ Βερενικεία θυγάτηρ, Ἑλένᾳ εἰκυῖα Ἀρσινόα πάντεσσι καλοῖς ἀτιτάλλει Ἄδωνιν.

Της Διώνης θυγατέρα εσύ, πεντάμορφη Αφροδίτη, τη Βερενίκη από θνητήν αθάνατη έχεις κάνει,σταλάζοντας στα στήθη της τη θεϊκή αμβροσία· 
κ' η Αρσινόη η κόρη της, ωραία σαν την Ελένη,για χάρη σου, ω ξακουστή και πολυλατρευμένη, πλούσια, μεγαλόπρεπα τον Άδωνι γιορτάζει.

Πὰρ μέν οἱ ὥρια κεῖται, ὅσα δρυὸς ἄκρα φέρονται, πὰρ δ᾽ ἁπαλοὶ κᾶποι πεφυλαγμένοι ἐν ταλαρίσκοις ἀργυρέοις, Συρίω δὲ μύρω χρύσει᾽ ἀλάβαστρα.

Ολόγυρα του απλώνονται όλ' οι καρποί των δένδρων κι άνθη πανώρηα, δροσερά μέσ' σ' αργυρά καλάθια και σε λαγήνια ολόχρυσα μύρ' από τη Συρία.

Εἴδατά θ᾽ ὅσσα γυναῖκες ἐπὶ πλαθάνῳ πονέονται, ἄνθεα μίσγοισαι λευκῷ παντοῖ᾽ ἁμ᾽ ἀλεύρῳ,ὅσσα τ᾽ ἀπὸ γλυκερῶ μέλιτος τά τ᾽ ἐν ὑγρῷ ἐλαίῳ, πάντ᾽ αὐτῷ πετεηνὰ καὶ ἑρπετὰ τεῖδε πάρεστιν.

Ολόγυρα του λιχουδιές που πλάθουν οι γυναίκες με τέχνη ανακατεύοντας λουλούδια κι άσπρο αλεύρι κι άλλα από μέλι γλυκερό κι από καθάρειο λάδι· κάθε λογής πετούμενα και σερπετά κοντά του.

Χλωραὶ δὲ σκιάδες, μαλακῷ βρίθοντες ἀνήθῳ,δέδμανθ᾽· οἱ δέ τε κῶροι ὑπερπωτῶνται
Ἔρωτες, οἷοι ἀηδονιδῆες ἀεξομένων ἐπὶ δένδρων πωτῶνται, πτερύγων πειρώμενοι, ὄζον ἀπ᾽ ὄζω.

Το δροσερό γλυκάνισο κιόσκια ανθηρά έχει πλέξει·νιογέννητοι έρωτες δειλά τριγύρω φτερουγίζουν, σαν τ' αηδονάκια τα μικρά, που αρχίζουν να πετάνε και δοκιμάζουν τα φτερά κλωνάρι σε κλωνάρι.




Παρασκευή 5 Οκτωβρίου 2012

Ένας αρχαίος φίλος



Equisetum arvense L.

Ιππουρίς η αγροστώδης

Equisetaceae


Κύθηρα, Άνοιξη 2012.
Φωτογραφίες, κείμενα: Σταυρούλα Φατσέα
Στις όχθες των ρεματιών, σε υγρά, ακόμα και ανήλιαγα μέρη, φυτρώνει το πολυκόμπι, τελευταίος απόγονος της μεγάλης οικογένειας των ιππουριδών. Οι συγγενείς του, που εμφανίστηκαν κατά τον Παλαιοζωικό Αιώνα, ήταν ψηλά φυτά, σαν δέντρα. Έφτασαν στην ακμή τους κατά τη Λιθανθρακοφόρο περίοδο 360-300 εκατομμύρια χρόνια πριν. Οι μεγαλοπρεπείς αυτοί πρόγονοι καταρρέοντας, σχημάτισαν τα αποθέματα λιθάνθρακα τα οποία χρησιμοποιεί μέχρι σήμερα η ανθρωπότητα. Σύγχρονος εκπρόσωπός τους, το λιγότερο εντυπωσιακό αλλά πολύ χρήσιμο πολυκόμπι.

Γνωστό για τις θεραπευτικές του ιδιότητες από την εποχή τουλάχιστον του Διοσκουρίδη που το θεωρούσε άριστο επουλωτικό των τραυμάτων. Ο Πλίνιος που πρωτοχρησιμοποίησε το όνομα equisetum το περιγράφει σαν θαυματουργό φάρμακο, που με μία και μόνη εφαρμογή μπορεί να σταματήσει την αιμορραγία. Ακόμα σήμερα θεωρείται εξαιρετικό για την ανάπλαση του συνδετικού ιστού του δέρματος, για υγιή μαλλιά και νύχια, φάρμακο για την ακμή και διάφορες δερματικές παθήσεις.


Θεωρείται ισχυρό διουρητικό και χρησιμοποιείται από την παραδοσιακή ιατρική σε όλες τις παθήσεις που σχετίζονται με κατακράτηση υγρών, παχυσαρκία, διαβήτη, πρήξιμο ματιών αρθρίτιδες, ρευματισμούς, πέτρες στα νεφρά κ.α.
Η σύγχρονη έρευνα επιβεβαιώνει την υψηλή περιεκτικότητα των ιστών του φυτού σε πυρίτιο και κάλιο, αλκαλοειδή , σαπωνίνες μαγγάνιο, μαγνήσιο, θείο.
Λόγω της έντονης διουρητικής του δράσης και της περιεκτικότητας τους σε δραστικά συστατικά, η χρήση του πρέπει να γίνεται προσεκτικά και μόνο με συμβουλή ειδικού.





Πολλά κοινά ονόματα με τα οποία το συναντάμε σε διάφορα μέρη της Ελλάδας και του κόσμου αλλά και το επιστημονικό όνομα, από το λατινικό equisetum> equus= ίππος + seata= τρίχα, αναφέρονται επί το πλείστον στην εμφάνιση του ώριμου φυτού, που θυμίζει ουρά αλόγου. Αγγλικά horsetail, γαλλικά queue-de-cheval, ισπανικά cola de caballo.


Στο Μεσαίωνα, σιδηρουργοί και μεταλλοτεχνίτες μαζί με τους αλχημιστές εκτιμούσαν το φυτό για τις μαγικές δυνάμεις που μπορούσε να δώσει στα σπαθιά και τις πανοπλίες και χρησιμοποιούσαν την άγρια επιφάνεια των φύλλων για να γυαλίζουν το μέταλλο και τους πολύτιμους λίθους. Στα Κύθηρα παλιότερα χρησιμοποιούσαν τα ώριμα φυτά για να πλένουν γυάλινα μπουκάλια.
Ευχαριστώ τον καλό φίλο Δημήτρη που μου το έδειξε, καθώς στα Κύθηρα εμφανίζεται σε περιορισμένη περιοχή.






Τρίτη 2 Οκτωβρίου 2012

Αχλάδα


Pyrus amygdaliformis Villars


Άπιος η αμυγδαλόμορφη


Rosaceae

Άνοιξη 2012 Κύθηρα. Φωτογραφίες, κείμενο Σταυρούλα Φατσέα
Tο γένος pyrus περιλαμβάνει πάνω από 30 άγρια είδη αυτοφυή σε όλο τον κόσμο από τις ακτές του Ατλαντικού ως ως την Κίνα. Το συγκεκριμένο είδος η άπιος η αμυγδαλόμορφη, είναι πολύ κοινό σε όλη τη νότια Ευρώπη. Πρόκειται για φυλλοβόλο δέντρο που μπορεί να φτάσει έως και 10 μ σε ύψος αν και συνήθως δεν ξεπερνά τα 5-6 μ Οι καρποί του είναι βρώσιμοι αλλά πολύ στυφοί. Μαζί με άλλα άγρια αυτοφυή είδη αποτέλεσε από την αρχαιότητα και μέχρι σήμερα υποκείμενο για εμβολιασμό (μπόλιασμα) με ήμερες ποικιλίες.


Η καλλιέργειά της αχλαδιάς είναι γνωστή από την αρχαιότητα. O Όμηρος αναφέρει πως η όγχνη (αχλαδιά) μαζί με τα άλλα οπωροφώρα δέντρα, δώρα των θεών, στολίζει τον κήπο του Αλκινόου,

ὄγχναι καὶ ῥοιαὶ καὶ μηλέαι ἀγλαόκαρποι
συκέαι τε γλυκεραὶ καὶ ἐλαῖαι τηλεθόωσαι.
Οδύσσεια Ραψωδία Η

Ο Πλούταρχος 50 -120 μΧ, στα Ηθικά , βιβλίο VI (Αίτια Ελληνικά ) λέει πως όταν ο Ίναχος θρυλικός ιδρυτής του Αργους μετέφερε κατοίκους των ορεινών στις εύφορες πεδιάδες της Βοιωτίας αυτοί είχαν σαν αποκλειστική τροφή τα άγρια αχλάδια, τις αρχάδες. ( Αρχάς – αρχάδος )
Πιθανόν από αυτή την παράδοση προέρχεται η ιδέα ότι το άγριο αχλάδι ήταν το ψωμί των Αργείων ( Μπάουμαν) . Μια άλλη εκδοχή που δίνει ο ίδιος είναι πως τα άγρια αχλάδια πρωτοεμφανίστηκαν στην Πελοπόννησο όταν η περιοχή ακόμα ονομαζόταν Απια και από τότε τα αχλάδια ονομάστηκαν άπια. Απιος η αχλαδιά, άπιον το αχλάδι. Και οι δύο εκδοχές έχουν προφανή σχέση με τις σύγχρονες νεοελληνικές λέξεις για το δέντρο και το φρούτο. Αχράς αχράδος = αχλαδιά αχλάδι. Απιος άπιον > απιδιά, υποκ. Απίδι.

Στον πατέρα της βοτανικής, Θεόφραστο μαθαίνουμε ότι η καλλιέργεια της αχλαδιάς όπως και άλλων οπωροφόρων δέντρων ήταν ήδη αρκετά εξελιγμένη και τον 4ο πΧ αιώνα. Όλα σχεδόν τα μυστικά της καλλιέργειας που μας βοηθούν σήμερα να συνδράμουμε τη φύση ώστε να τελειοποιηθεί το αχλάδι, εκτός από τα παρασιτοκτόνα και την διασταυρούμενη επικονίαση ήταν γνωστά και στην εποχή του Θεόφραστου.


Ο Πλίνιος περιγράφει πως το άγριο αχλάδι ωριμάζει πολύ αργά. Κομμένο σε φέτες και αποξήραμένο στον αέρα σταματά τη διάρροια. Αφέψημα που γίνεται με τους αποξηραμένους καρπούς και τα φύλλα θεωρείται αντισπασμωδικό και κατά της δυσμηνόρροιας. Ακόμα λέει πως η στάχτη από το ξύλο της αχλαδιάς είναι αποτελεσματικό αντίδοτο σε δηλητηριάσεις από μανιτάρια.


Ακόμα και σήμερα σε μερικά χωριά της
Κρήτης πολτοποιούν τους στυφούς καρπούς και φτιάχνουν μίγμα που το χρησιμοποιούν κατά των εντερικών διαταραχών και της διάρροιας.


Στα Κύθηρα όπως και σε όλη τη Μεσόγειο οι πυκνοί κόρυμβοι από λευκά άνθη της αχλάδας δοξάζουν την άνοιξη και είναι πραγματική απόλαυση για τα μάτια.



Τρίτη 31 Ιουλίου 2012

Βαλλωτή η καλυκοφόρος


Ballota acetabulosa (L.) Benth.

Lamiaceae/Labiatae


Τα μπαμπακούλια

Κύθηρα, Μάιος 2012. Φωτογραφίες, κείμενο:Σταυρούλα Φατσέα
Το γένος βαλλωτή περιλαμβάνει περίπου 33 είδη αυτοφυών στις εύκρατες περιοχές της Ευρώπης , Βόρειας Αφρικής και Δυτικής Ασίας. Μεγαλύτερη ποικιλία ειδών εμφανίζεται στη Μεσογειακή λεκάνη.


Το όνομα φαίνεται να χρησιμοποίησε ο Διοσκουρίδης για το φυτό που σήμερα ονομάζουμε ballota nigra, βαλλωτή η μέλαινα, ενώ από τις πηγές προκύπτει ότι το φυτό ballota acetabulosa, ο Διοσκουρίδης το περιγράφει ως ψευδοδίκταμο.

τὸ δὲ ψευδοδίκταμνον καλούμενον φύεται <μὲν> ἐν πολλοῖς τόποις, ἐμφερὲς δὲ τῷ πρὸ αὐτοῦ, ἔλαττον δὲ καὶ ἧττον δριμύ. ποιεῖ δὲ τὰ αὐτὰ τῷ δικτάμνῳ, οὐχ ὁμοίως ἐνεργοῦν.

Διοσκουρίδης Βιβλίο 3.32.2α



Το χαρακτηριστικό επίθετο του γένους acetabulosa, προέρχεται από το λατινικό acetabulum = κυλίκιο, κάλυκας των ανθέων εξ ου και η ορθή μετάφραση καλυκοφόρος ή καλυκοειδής. Η εμφάνιση του φυτού χαρακτηρίζεται από την παρουσία των πολλών πυκνών καλύκων που συχνά μοιάζουν σαν να είναι αυτοί τα άνθη του φυτού, ενώ στην πραγματικότητα τα μικροσκοπικά λουλουδάκια αναπτύσσονται στο κέντρο τους.
Στην παραδοσιακή, λαϊκή ιατρική οι νεαροί βλαστοί (πανάκια) πολτοποιούνται και τοποθετούνται πάνω σε καψίματα και επιφανειακά τραύματα τα οποία επουλώνουν. Εσωτερικά θεωρείται ότι θεραπεύει τις φλεγμονές, είναι αντιβηχικό και καταπραΰνει γαστροεντερικά προβλήματα.
Σύγχρονη έρευνα αποδεικνύει ότι το εκχύλισμα βαλλωτής έχει ισχυρή αντιβακτηριδιακή δράση και θα μπορούσε να είναι χρήσιμο στη θεραπεία μολύνσεων. (Dulger-Sener 2010)
Κοινές ονομασίες στην Ελλάδα: φυτιλάκι, αλουμινάκι, αποπουλιά, φουφλιά, φουρφουλιά,λυχναράκι, φάσσας, καπτουριά, καντηλαναύτρα

Στα Κύθηρα το φυτό είναι γνωστό σε όλο το νησί με το λαϊκό όνομα μπαμπακούλια. Παλαιότερα, τέτοια εποχή κάθε χρόνο μάζευαν τα μπαμπακούλια, δηλαδή τους ξερούς κάλυκες του φυτού. Τα μικρά αυτά χωνάκια τα τοποθετούσαν ανεστραμμένα ανά δύο αφού έβγαζαν το σπόρο από το ένα, στο λάδι του καντηλιού, που υπήρχε στο εικονοστάσι κάθε σπιτιού και τα άναβαν. Η φλογίτσα τους κρατούσε περίπου 10 ώρες αναμμένη χωρίς να δημιουργεί καπνιά.



Δευτέρα 9 Ιουλίου 2012

Hρύγγιο το παράλιο


Eryngium maritimum L.


Γαλανάγκαθο, Αγκαθιά
Apiaceae



Αβλέμονας, Κύθηρα 2012. Φωτογραφίες, κείμενο:Σταυρούλα Φατσέα
Πολυετές φυτό, αυτοφυές σε όλες σχεδόν τις ευρωπαϊκές ακτές, σε αμμώδεις παραλίες και αμμόλοφους.
Το ασήμαντο εκ πρώτης όψεως αυτό αγκάθι μεταμορφώνεται σε σπάνιο κόσμημα την εποχή της ανθοφορίας του. Τα σκληρά αγκαθωτά φύλλα του και τα λεπτεπίλεπτα άνθη έχουν χρώμα μπλέ μωβ ή ασημοπράσινο και προσελκύουν πλήθος επικονιαστών. Οι ρίζες μπορούν να φτάσουν έως και ένα μέτρο μήκος και συγκρατούν τα χαλαρά αμμώδη εδάφη αποτρέποντας τη διάβρωσή τους.


Το φυτό ονομάζεται ηρύγγιο από τον Θεόφραστο και το Διοσκουρίδη και θεωρείται ήδη από την αρχαιότητα ευεργετικό σε περιπτώσεις ηπατικών και στομαχικών παθήσεων, κατακράτησης υγρών, αερίων. Σε αυτή του την ιδιότητα οφείλει το όνομα του. Ερύγγιο ή ηρύγγιο από το ρήμα ερυγγάνω = ερεύγομαι και ρεύγομαι = ρεύομαι= εκβάλλω στομαχικά αέρια από το στόμα
Το αφέψημα της ρίζας του θεωρείται ότι έχει διουρητικές ιδιότητες και χρησιμοποιείται ακόμα στην λαϊκή ιατρική σε παθήσεις του ουροποιητικού. Το eryngium maritimun είναι επίσης ευρέως χρησιμοποιούμενο ομοιοπαθητικό φάρμακο.

Ο Πλίνιος αναφέρει ότι οι τρυφεροί βλαστοί αλλά και οι ρίζες τρώγονται, συνήθεια που συνεχίζεται μέχρι τις μέρες μας σε ορισμένες περιοχές, όπου τρώγεται σαν βραστή σαλάτα με λαδόξιδο και σκόρδο ή μαγειρεμένο με αρνί φρικασέ, σε ομελέτες κλπ. Η μαγειρεμένη ρίζα έχει γεύση γλυκιά σαν του κάστανου. Οι Αγγλοσάξωνες τη ζαχαρώνουν και φτιάχνουν καραμέλες που είναι περιζήτητες.

Αν και το είδος έχει μεγάλη εξάπλωση, θεωρείται απειλούμενο και σε μερικά μέρη της Ευρώπης υπό εξαφάνιση ( ανατολική Σκωτία ) αφού τα φυσικά ενδιαιτήματά του δέχονται μεγάλες πιέσεις κυρίως λόγω της τουριστικής “ανάπτυξης” και έλλειψης ενημέρωσης των επισκεπτών που συχνά το μαζεύουν σαν ενθύμιο.


Παρασκευή 6 Ιουλίου 2012

Ακέσαρος


Cistus L.

Λαδανιά 

Cistaceae



- Θέ μου και να πατήσω πια βουνό, να πάρει ο νους αγέρα!  Ν' αρχίσει ο γάβρος σφέρδουκλας ν' ανθεί 
κι ο λάδανος να ιδρώνει κι η πετροπέρδικα να φτερουγάει, να κακαρίζει ο λόγγος! 


Ν. Καζαντζάκης , Οδύσσεια ΡΑΨΩΔΙΑ Ε'
Cistus creticus. Κίστος ο κρητικός.
Κύθηρα 2011-2012. Φωτογραφίες , κείμενο: Σταυρούλα Φατσέα

Το γένος cistus περιλαμβάνει περίπου 25 είδη πολυετών θάμνων ενδημικών όλης της Μεσογειακής λεκάνης, από το Μαρόκο έως τη Μέση Ανατολή. 
Τα εντυπωσιακά άνθη έχουν πέντε πέταλα που ποικίλουν σε χρώμα και μπορεί να είναι από λευκά ως σκούρα ρόδινα.'Ολα τα είδη αγαπούν τα πετρώδη ηλιόλουστα μέρη και συχνά καλύπτουν μεγάλες περιοχές, τους κιστώνες, σε φρυγανότοπους στις πλαγιές λόφων, ιδιαίτερα σε περιοχές που έχουν καταστραφεί από πυρκαγιές. Αυτό συμβαίνει γιατί το φύτρωμα των σπόρων που υπάρχουν στο έδαφος επιταχύνεται από τις υψηλές θερμοκρασίες της πυρκαγιάς. 
Το όνομα του γένους προέρχεται από το αρχαίο ελληνικό κίσθος που σημαίνει καλάθι,πανέρι και τα περισσότερα κοινά ελληνικά ονόματα  δείχνουν τη συνέχεια της γλώσσας. Κίστος, κισάρι, ακίσαρος ή ακέσαρος,κίσθος, ξισταριά, κουνούκλα, λαδανιά.


Κίστος ο κρητικός. Cistus incanus ssp creticus L.

Τέσσερα κυρίως είδη ενδημούν στην Ελλάδα μεταξύ αυτών και το περίφημο cistus incanus ή cistus creticus, κίστος ο κρητικός, με μεγαλύτερα άνθη και πέταλα σε σκούρο ροζ χρώμα που μοιάζουν σαν τσαλακωμένα. Το είδος υπάρχει σε μεγάλη αφθονία στην Κρήτη και την Κύπρο, και είναι πολύ γνωστό ήδη από την αρχαιότητα χάρη στο λάδανο, (αρχαία ελληνικά, λήδανο) μια αρωματική ρητίνη που εκκρίνεται από τα φύλλα του και που έχει εξαιρετικές φαρμακευτικές ιδιότητες. Πρόκειται για ένα σκληρό μαύρο ρετσίνι με έντονη μυρωδιά που χρησιμοποιείται διαχρονικά για παραγωγή αιθέριου ελαίου,σαν σταθεροποιητής σε αρώματα ή σαν θυμίαμα, σε αλοιφές κατά δερματικών παθήσεων (καλόγηροι, αποστήματα κ.α.) 
Σύγχρονη έρευνα επιβεβαιώνει ότι το λάδανο περιέχει ουσίες που έχουν βακτηριογόνο και μικροβιοκτόνο δράση*.

Στα αρχαία χρόνια το λάδανο συλλεγόταν από τα γένια των τράγων πάνω στα οποία κολλούσε καθώς βοσκούσαν.
Στον Ηρόδοτο διαβάζουμε: 
Το δε λήδανον το Αράβιοι καλέουσι λάδανον... Εν γαρ δυσοσμοτάτω γινόμενον ευωδέστατον εστί, των γαρ αιγών των τράγων εν πώγωσι ευρίσκεται εγγινόμενον οίον γλοιός από της ύλης. Χρήσιμον δ’ ες πολλά των μύρων εστί, θυμιώσι τε μάλιστα τούτο Αράβιοι” (Θάλεια)..

Ο Διοσκουρίδης περιγράφει άλλον τρόπο συλλογής του λάδανου ή λήδου όπως το αποκαλεί, "Ένιοι δε και σχοινία επισύρουσι τοις θάμνοις και το προπλασθέν αυτοίς λίπος αποξύσαντες αναπλάσσουσιν".

Στην Κρήτη ακόμα και σήμερα ακολουθούν αυτόν τον τρόπο συλλογής: “οι αλαδανάρηδες” όπως ονομάζονται οι συλλέκτες του λάδανου ή αλάδανου, χρησιμοποιούν ένα ειδικό εργαλείο το λαδανιστήρι ή αργαστήρι. Πρόκειται για ένα κοντάρι μήκους περίπου 1 μέτρου με κάθετο τόξο στην άκρη του πάνω στο οποίο ήταν δεμένες λεπτές μακριές λωρίδες από δέρμα παλαιότερα, ενώ σήμερα έχουν αντικατασταθεί από πλαστικές κυλινδρικές λωρίδες μήκους 60-70 εκ.
Διαλέγουν τις ζεστές μεσημεριάτικες ώρες όταν η έκκριση της ρητίνης είναι υψηλότερη και τρίβουν τους θάμνους με το λαδανιστήρι. Το λάδανο προσκολλάται στις λωρίδες, που στη συνέχεια απλώνονται στον ήλιο, το λάδανο μαλακώνει αρκετά και αφαιρείται με ειδικές ξύστρες. Θεωρείται ότι αυτός ο τρόπος δίνει υψηλής ποιότητας προϊόν. Η εμπορική εκμετάλλευση του αποτελεί σημαντική και τα παλιά χρόνια, πρωταρχική πηγή εισοδήματος για τους κατοίκους της κοινότητας Σισσών Μυλοποτάμου στο Ρέθυμνο.

Κίστος ο φασκομηλόφυλλος. Cistus salvifolius L. 

Το αιθέριο έλαιο του λάδανου που εξάγεται είτε από τη ρητίνη είτε από τα φύλλα και τα άνθη του φυτού χρησιμοποιείται στην αρωματοθεραπεία για να επαναφέρει μνήμες του παρελθόντος και να ξυπνήσει το ασυνείδητο. Το λιβάνι του έχει παρόμοια επίδραση. Υπάρχει μια “αρχαία αίσθηση” από το παρελθόν και το συλλογικό ασυνείδητο.

Κίστος ο μικρανθής. Cistus  parviflorus L


Στα Κύθηρα, αυτοφύονται τέσσερα είδη της οικογένειας: 
Cistus creticus L.
Cistus salvifolius L. 
Cistus parviflorus L.
Cistus monspeliensis L.
Όταν την άνοιξη ολόκληρο το νησί πλημμυρίζει στα χρώματα, οι ακέσαροι είναι πρωταγωνιστές.  

*Προσοχή!! δεν πρέπει να γίνεται σύγχυση με το λαύδανο που είναι παράγωγο του οπίου, με ισχυρή καταπραϋντική δράση.










Σάββατο 26 Μαΐου 2012

Οι ξελογιάστρες της Άνοιξης ΙΙΙ


Ophrys candica ssp cytherea B.Baumann & H.Baumann 2005
Οφρύς η λευκή, των Κυθήρων
(Bornmuelleri group)

Κύθηρα,Άνοιξη 2011-2012.Φωτογραφίες,κείμενο:Σταυρούλα Φατσέα 







Υπέροχη μικρή ορχιδέα, που περιέγραψαν το 2005 οι Μπάουμαν σαν ξεχωριστό υποείδος της ophrys candica, και θεωρείται τοπικό ενδημικό. Ανθίζει από τα τέλη Μαρτίου ως τα τέλη Μαΐου. Υπάρχει σε όλο το νησί πολλές φορές μαζί με την ophrys candica και την ophrys candica var.minoa. Φέτος η ανθοφορία της ήταν περιορισμένη σε σχέση με το 2011 και τέλειωσε μάλλον νωρίς, στις αρχές Μαΐου.

Πέμπτη 24 Μαΐου 2012

Ξυλοκερατέα


Ceratonia siliqua L.

Κερατέα η έλλοβος

Χαρουπιά

Caesalpiniaceae
Fabaceae/Leguminosae



Κύθηρα 2011-2012. Φωτογραφίες, κείμενο:Σταυρούλα Φατσέα




Αειθαλές σκληρόφυλλο δέντρο που μπορεί να φτάσει και τα 20 μ σε ύψος. Αυτοφυές σε όλη τη Μεσογειακή λεκάνη, Μέση Ανατολή και Δυτική Ασία μέχρι το Ιράν. Το δέντρο ανθίζει το φθινόπωρο και τα αρσενικά άνθη έχουν χαρακτηριστική βαριά οσμή σπέρματος.
Καλλιεργείται εδώ και χιλιάδες χρόνια και εξυπηρετεί τις ανάγκες του ανθρώπου σε πολλά επίπεδα, σαν δασικό είδος πολύτιμο, αφού είναι ιδιαίτερα ανθεκτικό στη ζέστη, τη ξηρασία και τα φτωχά άγονα εδάφη σταθεροποιώντας και εμπλουτίζοντας τα, σαν καλλωπιστικό στολίζοντας το τοπίο με πυκνό βαθυπράσινο φύλλωμα, σαν πηγή υποπροϊόντων που χρησιμοποιούνται ευρέως στη βιομηχανία. Το ξύλο της χαρουπιάς χρησιμοποιείται για κατασκευή χρηστικών ή διακοσμητικών αντικειμένων (έπιπλα, βαρέλια, ξυλόγλυπτα κ.α ). Τα φύλλα και ο φλοιός της για την επεξεργασία δέρματος και σαν εξαιρετική φυτική βαφή. 
Οι θρεπτικοί καρποί της χρησιμοποιούνται από την αρχαιότητα ως σήμερα για παραγωγή ζωοτροφής. Σε περιόδους δύσκολες για την ανθρωπότητα κατά τη διάρκεια πολέμων και λιμών, το χαρούπι αλέστηκε για να φτιαχτεί αλεύρι σώζοντας έτσι τους πληθυσμούς από τη λιμοκτονία. Από αλεσμένους καρπούς παρασκευάζεται υποκατάστατο καφέ, εξαιρετικής ποιότητας κατάλληλο για όσους ακολουθούν ομοιοπαθητική θεραπεία, υποκατάστατο σοκολάτας, χαρουπόμελο* κ.α. Αρκετοί μελετητές πιστεύουν ότι οι ακρίδες (στα αγγλικά locust ) που αναφέρονται σαν τροφή του Αγίου Ιωάννη του Βαπτιστή στα Ευαγγέλια, ήταν στην πραγματικότητα χαρούπια, το δέντρο στα Αγγλικά ονομάζεται locust tree και τα χαρούπια locusts. Άλλη κοινή ονομασία του δένδρου στα Αγγλικά, St John's bread = το ψωμί του Αι Γιάννη, οδηγεί στα ίδια συμπεράσματα.


Τα άγρια δέντρα καρποφορούν σχετικά αργά ( 12- 15 χρόνια) ενώ τα ήμερα (μπολιασμένα) δέντρα μπορεί να δώσουν καρπό στα 5 χρόνια. Ο καρπός χρειάζεται έναν ολόκληρο χρόνο για να ωριμάσει και συλλέγεται ανάλογα με την περιοχή στα τέλη του καλοκαιριού. Τα φρέσκα λουβιά τρώγονται ωμά ενώ όταν ωριμάσουν και πάρουν σκούρο καφέ χρώμα θυμίζουν έντονα σοκολάτα και μασιούνται ευχάριστα.

Το βάρος του σπόρου κυμαίνεται σταθερά μεταξύ 0,189 έως 0,205 του γραμμαρίου και έτσι χρησιμοποιήθηκε αρχικά στην Αφρική σαν μονάδα μέτρησης βάρους μπαχαρικών και στη συνέχεια στην Ινδία σαν μονάδα μέτρησης καθαρότητας του χρυσού (Kt) και βάρους πολύτιμων λίθων (Ct). Η απόλυτη δημοκρατία! Από το ταπεινό χαρούπι στο πολύτιμο καράτι του χρυσού και του διαμαντιού! Έτσι, η λέξη καράτι στα νέα ελληνικά είναι αντιδάνειο από το αγγλ. carat > αραβ. quirat > αρχ. Ελλ. κεράτιον > αρχ. Ελλ.κέρας.

Το επιστημονικό όνομα του είδους ceratonia επίσης, προέρχεται από την ελληνική λέξη κεράτιον > κέρας από το σχήμα των καρπών που θυμίζουν κέρατο ζώου. Το χαρακτηριστικό επίθετο siliqua = έλλοβος , φέρων λοβούς, στα λατινικά.
Η κοινή ελληνική ονομασία του δέντρου, χαρουπιά, όπως και σε πολλές ευρωπαϊκές γλώσσες προέρχεται από το αραβικό kharoub και το εβραϊκό charuv. Που με τη σειρά τους προέρχονται από τη λέξη herev που σημαίνει το σπαθί στα Εβραϊκά. Στο Μεσαίωνα πέρασε από τα αραβικά στις ευρωπαϊκές γλώσσες: Γαλλικά caroube, Ιταλικά carruba, Αγγλικά carob, Ελληνικά χαρουπιά.


Η Ξυλοκερατέα έξω από τον Ποταμό.
Αν και δεν έχει μεγάλο  ύψος είναι  πάνω από 100 ετών

Στα Κύθηρα όπως και σε όλη τη Μεσόγειο η ξυλοκερατέα είναι χαρακτηριστικό στοιχείο της τοπικής χλωρίδας. Στο νησί έχουν επιβιώσει αρκετά υπεραιωνόβια δέντρα, όπως η γηραιά ξυλοκερατέα έξω από τον Ποταμό, κοντά στο γήπεδο. 


Στην ξυλοκερατέα αυτήν, οι αναμνήσεις ντόπιων και ξενιτεμένων ζωντανεύουν καθώς συγγενείς και φίλοι ξεπροβόδιζαν ή καλωσόριζαν τους δικούς τους όταν  έφευγαν ή επέστρεφαν από μακρινά ταξίδια στην Αλεξάνδρεια, την Αυστραλία,την Αμερική τον 19ο και 20ο αιώνα.
*Το χαρουπόμελο γίνεται αν αφήσουμε τους αλεσμένους καρπούς να μουλιάσουν στο νερό για δύο μέρες και στη συνέχεια σουρώσουμε και βράσουμε ώσπου να εξατμιστεί το νερό και μείνει το παχύρευστο “μέλι”, που θεωρείται φάρμακο για το βήχα, τον πονόλαιμο, αποχρεμπτικό, ηρεμιστικό, κατά της αυπνίας και των στομαχικών και εντερικών διαταραχών


Τρίτη 22 Μαΐου 2012

Αμάραντα


Limonium sinuatum (L.) Miller

Λειμώνιο το δαντελωτό 


Plumbaginaceae


Κύθηρα,  2011- 2012.
Φωτογραφίες, κείμενο:Σταυρούλα Φατσέα




Αειθαλές φυτό που αναπτύσσεται από ξυλώδες ρίζωμα σε παράλιες περιοχές όλης της Μεσογείου , αλλά και σε άλλα μέρη του κόσμου. Τα σέπαλα του άνθους έχουν ευχάριστο μωβ χρώμα που παραμένει αναλλοίωτο για πολύ καιρό αν αποξηρανθεί μακριά από άμεσο ηλιακό φως. Ετσι από πολλούς ονομάζεται αμάραντο και είναι ιδιαίτερα δημοφιλές σε αποξηραμένες συνθέσεις μαζί με καλλιεργούμενα υβρίδια σε διάφορα χρώματα.




Το όνομα του γένους προέρχεται από την ελληνική λέξη λειμών = λιβάδι , ενώ το επίθετο sinuatum = με δαντελωτή άκρη, αναφέρεται στην όψη των σεπάλων.




Η κοινή ονομασία στην αγγλική γλώσσα sea lavender, αναφέρεται στο θαυμάσιο μωβ χρώμα του που είναι όμοιο με της λεβάντας, και στους οικότοπους που προτιμά, κατά κανόνα, κοντά στην θάλασσα. Στα Κύθηρα το συναντούμε στις βορειοανατολικές και ανατολικές ακτές όπου μερικές φορές φυτρώνει ακόμα και πάνω στην άμμο.  

Κυριακή 6 Μαΐου 2012

Κενταύρια των Κυθήρων


Centaurea cytherea K.H.Rechinger
Centaurea redempta subsp. cytherea (Rech.f.) Routsi &T. Georgiadis

Asteraceae/ Compositae

Κύθηρα, Φεβρουάριος-Απρίλιος 2012.
Φωτογραφίες, κείμενο:Σταυρούλα Φατσέα

Το φυτό αρχικά εντοπίστηκε την δεκαετία του 1960 από τον γερμανό βοτανολόγο K.H. Rechinger και θεωρήθηκε ότι είναι η Centaurea redempta Heldr., είδος ενδημικό της Δυτικής Κρήτης
Στη συνέχεια όμως καταχωρίζεται στη φυτοθήκη του Βερολίνου σαν ξεχωριστό είδος με το όνομα Centauria cytherea, με οικότοπο το Καψάλι Κυθήρων.
Τη δεκαετία του '90 οι Ρούτση και Γεωργιάδης την περιγράφουν σαν Centaurea redempta subsp. cytherea.
Tο είδος βρίσκεται σε καθεστώς προστασίας ( ΠΔ 67/ 81) αφού είναι σπάνιο και απειλούμενο σύμφωνα με τους διεθνείς καταλόγους IUCN 1993, 1997. Κρίμα, που στο Κάστρο Κυθήρων θεωρείται ενοχλητικό αγκάθι και κόβεται σαν αγριόχορτο. Φέτος βρήκα τουλάχιστον δέκα φυτά κατεστραμμένα από τη ρίζα, μετά τον ετήσιο καθαρισμό των εξωτερικών χώρων. Ίσως θα έπρεπε να υπάρξει κάποια πρόνοια από τους αρμόδιους ώστε η κενταύρια να μην κόβεται μαζί με τα άλλα αγριόχορτα. Πολλοί θα ταξίδευαν μίλια για να την δουν, αφού πρόκειται για στενότοπο ενδημικό των Κυθήρων. Καταγραφές για ύπαρξη του στη Νότια Πελοπόννησο υπάρχουν, αλλά δεν είναι επιβεβαιωμένες επιστημονικά.


Η κενταύρια αυτή, που από κάποιους Χωραϊτες αναφέρεται με την κοινή ονομασία πετροκάλι*, αρχίζει να ανθίζει κατά την πρώιμη άνοιξη του Κάστρου (Φεβρουάριος – Μάρτιος). Τα αγκαθωτά μπουμπούκια ανοίγουν σε διαφορετικούς χρόνους και έτσι το φυτό παραμένει ανθισμένο μέχρι τα τέλη Απριλίου. (ΑΝ ξεφύγει από το καθάρισμα βέβαια!! )



*Στο υπόλοιπο νησί, πετροκάλι ή κακαράκι ή αγκιναράκι ονομάζεται το είδος centaurea raphanina που είναι βρώσιμο.